Anonymous

βεβαιωτής: Difference between revisions

From LSJ
1b
(7)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[βεβαιωτής]]) [[βεβαιώ]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που επιβεβαιώνει ή επικυρώνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> ο [[εγγυητής]].
|mltxt=ο (Α [[βεβαιωτής]]) [[βεβαιώ]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που επιβεβαιώνει ή επικυρώνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> ο [[εγγυητής]].
}}
{{elru
|elrutext='''βεβαιωτής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> поручитель (τινος Polyb., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> посредник, третейский судья (αἰτιῶν Plut.).
}}
}}