Anonymous

ἀπροβούλευτος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπροβούλευτος:''' -ον ([[προβουλεύω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δεν έχει προσχεδιασθεί, δεν έχει προαποφασισθεί, δεν έχει προμελετηθεί, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν έχει υποβληθεί στη <i>βουλήν</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που ενεργεί [[χωρίς]] [[προμελέτη]], σε Αριστ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀπροβούλευτος:''' -ον ([[προβουλεύω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δεν έχει προσχεδιασθεί, δεν έχει προαποφασισθεί, δεν έχει προμελετηθεί, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν έχει υποβληθεί στη <i>βουλήν</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που ενεργεί [[χωρίς]] [[προμελέτη]], σε Αριστ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπροβούλευτος:''' <b class="num">1)</b> действующий необдуманно, непреднамеренно Arst.;<br /><b class="num">2)</b> не обдуманный заранее, непроизвольный Arst.;<br /><b class="num">3)</b> не подвергшийся предварительному рассмотрению в [[βουλή]] (см.) Dem., Plut.
}}
}}