Anonymous

ἐπιχρίω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιχρίω:''' μέλ. -ίσω [ῑ],<br /><b class="num">1.</b> [[επαλείφω]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., επαλείφομαι, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιθέτω]], [[βάζω]], τι [[ἐπί]] τι, σε Καινή Διαθήκη· <i>τινί</i>, με [[κάτι]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐπιχρίω:''' μέλ. -ίσω [ῑ],<br /><b class="num">1.</b> [[επαλείφω]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., επαλείφομαι, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιθέτω]], [[βάζω]], τι [[ἐπί]] τι, σε Καινή Διαθήκη· <i>τινί</i>, με [[κάτι]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχρίω:''' (ρῑ)<br /><b class="num">1)</b> намазывать, смазывать ([[τόξον]] ἀλλοιφῇ Hom.);<br /><b class="num">2)</b> умащивать, натирать ([[παρειάς]], med. χρῶτα ἀλοιφῇ Hom.; τοὺς ὀφθαλμούς NT; ἐπικεχρισμένος ἐλαίῳ Arst.);<br /><b class="num">3)</b> намазывать, покрывать (τιτάνῳ τι Luc.);<br /><b class="num">4)</b> намазывать, втирать (τι ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς NT).
}}
}}