Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐημερέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐημερέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[εὐήμερος]]),·<br /><b class="num">1.</b> περνώ τη [[μέρα]] μου με [[κέφι]], περνώ ευτυχισμένες μέρες, σε Σοφ.· [[ταῖσι]] Θήβαις εὐημερεῖ τὰ πρὸς σέ, κι αν τα πάντα [[μεταξύ]] εσένα και των Θηβών πηγαίνουν κατ' ευχήν, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιτυγχάνω]], [[πετυχαίνω]] σε [[κάτι]], [[πετυχαίνω]] τον σκοπό μου, σε Αισχίν.
|lsmtext='''εὐημερέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[εὐήμερος]]),·<br /><b class="num">1.</b> περνώ τη [[μέρα]] μου με [[κέφι]], περνώ ευτυχισμένες μέρες, σε Σοφ.· [[ταῖσι]] Θήβαις εὐημερεῖ τὰ πρὸς σέ, κι αν τα πάντα [[μεταξύ]] εσένα και των Θηβών πηγαίνουν κατ' ευχήν, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιτυγχάνω]], [[πετυχαίνω]] σε [[κάτι]], [[πετυχαίνω]] τον σκοπό μου, σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐημερέω:''' <b class="num">1)</b> счастливо проводить дни, благоденствовать: εὐ. [[καλῶς]] πρός τινα Soph. жить в полном мире с кем-л.; τὸ εὐημεροῦν τῆς πόλεως Arst. процветание города;<br /><b class="num">2)</b> иметь счастье, одерживать успехи (ἔν τινι и ἐπί τινος Plut.);<br /><b class="num">3)</b> быть здоровым (τοῖς σώμασι Arst.).
}}
}}