Anonymous

συνθεάομαι: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνθεάομαι:''' αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[βλέπω]] μαζί ή έχω [[κοινή]] [[θέα]] με κάποιον, λέγεται για τους θεατές των αθλητικών αγώνων, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[εξετάζω]], [[παρατηρώ]] μαζί, [[συνεξετάζω]], [[ερευνώ]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συνθεάομαι:''' αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[βλέπω]] μαζί ή έχω [[κοινή]] [[θέα]] με κάποιον, λέγεται για τους θεατές των αθλητικών αγώνων, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[εξετάζω]], [[παρατηρώ]] μαζί, [[συνεξετάζω]], [[ερευνώ]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συνθεάομαι:''' <b class="num">1)</b> вместе смотреть, сообща созерцать Xen., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> сообща исследовать (τι Xen., Plat.).
}}
}}