Anonymous

εἰσοικειόω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσοικειόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[υποδέχομαι]] κάποιον ως φίλο, σε Πλούτ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[οικείος]] με κάποιον άλλον, σε Ξεν.
|lsmtext='''εἰσοικειόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[υποδέχομαι]] κάποιον ως φίλο, σε Πλούτ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[οικείος]] με κάποιον άλλον, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσοικειόω:''' вводить в дом, т. е. приближать (τινα ἐπὶ βασιλείᾳ γάμοις Plut.): [[ἐπεὶ]] εἰσῳκειώθη Xen. установив близкие отношения, сблизившись.
}}
}}