Anonymous

κατακελεύω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακελεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επιβάλλω]], [[διατάσσω]] [[σιωπή]], σε Αριστοφ.· γενικά, [[προστάζω]], με απαρ., σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τον <i>κελευστήν</i>, [[δίνω]] τα προστάγματα και [[καθορίζω]] τον χρόνο και τον ρυθμό της κωπηλασίας, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κατακελεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επιβάλλω]], [[διατάσσω]] [[σιωπή]], σε Αριστοφ.· γενικά, [[προστάζω]], με απαρ., σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τον <i>κελευστήν</i>, [[δίνω]] τα προστάγματα και [[καθορίζω]] τον χρόνο και τον ρυθμό της κωπηλασίας, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακελεύω:''' <b class="num">1)</b> настаивать, требовать, заставлять (ἄρχειν, sc. τινά Plut.);<br /><b class="num">2)</b> приказывать молчать, водворять тишину Arph.;<br /><b class="num">3)</b> отбивать такт гребцам, командовать Arph.
}}
}}