Anonymous

κατακήομεν: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακήομεν:''' Επικ. αντί <i>-κήωμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[κατακαίω]].
|lsmtext='''κατακήομεν:''' Επικ. αντί <i>-κήωμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[κατακαίω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατακήομεν:''' эп. (= κατακήωμεν) 1 л. pl. conjct. к [[κατακαίω]].
}}
}}