3,277,020
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατακήομεν:''' Επικ. αντί <i>-κήωμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[κατακαίω]]. | |lsmtext='''κατακήομεν:''' Επικ. αντί <i>-κήωμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[κατακαίω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατακήομεν:''' эп. (= κατακήωμεν) 1 л. pl. conjct. к [[κατακαίω]]. | |||
}} | }} |