Anonymous

ἀμίμητος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμίμητος:''' [ῑ], -ον ([[μιμέομαι]]), [[απαράμιλλος]], [[αμίμητος]], [[μοναδικός]], σε Ανθ.· <i>τινι</i>, σε [[κάτι]], σε Πλούτ.· επίρρ. <i>-τως</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀμίμητος:''' [ῑ], -ον ([[μιμέομαι]]), [[απαράμιλλος]], [[αμίμητος]], [[μοναδικός]], σε Ανθ.· <i>τινι</i>, σε [[κάτι]], σε Πλούτ.· επίρρ. <i>-τως</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμίμητος:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> неподражаемый Plut., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> не нашедший подражателей: οὐδὲν ἀπολείπειν ἀμίμητον Plut. подражать решительно всему.
}}
}}