Anonymous

ὑδρεύω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑδρεύω:''' ([[ὕδωρ]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[αντλώ]], [[έλκω]], [[τραβώ]] ή [[φέρνω]] [[νερό]], σε Ομήρ. Οδ., Θέογν. — Μέσ., [[αντλώ]] [[νερό]] για τον εαυτό μου, [[τραβώ]] [[νερό]], <i>πολῖται</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''ὑδρεύω:''' ([[ὕδωρ]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[αντλώ]], [[έλκω]], [[τραβώ]] ή [[φέρνω]] [[νερό]], σε Ομήρ. Οδ., Θέογν. — Μέσ., [[αντλώ]] [[νερό]] για τον εαυτό μου, [[τραβώ]] [[νερό]], <i>πολῖται</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδρεύω:''' преимущ. med. доставать (себе) воду Hom., Her., Eur., Plat., Arst.: [[ὕδωρ]] ὑδρεύεσθαι Thuc. брать воду для своих нужд.
}}
}}