Anonymous

προσομιλέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσομῑλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[συνοδεύω]] με, [[κατοικώ]] με, [[συνδιαλέγομαι]], [[συνομιλώ]], <i>τινί</i>, σε Θέογν., Ευρ. κ.λπ.· [[πρός]] τινα, σε Ξεν.· <i>τὰ ἴδια προσομιλοῦντες</i>, κατευθύνοντας την προσωπική μας [[επικοινωνία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαμένω]], [[συχνάζω]], [[ποτὶ]] πέτρῃ, σε Θέογν.<br /><b class="num">III.</b> είμαι [[γνώστης]], [[έμπειρος]], <i>πείρᾳ</i>, σε Σοφ.· <i>τῷ πολέμῳ</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''προσομῑλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[συνοδεύω]] με, [[κατοικώ]] με, [[συνδιαλέγομαι]], [[συνομιλώ]], <i>τινί</i>, σε Θέογν., Ευρ. κ.λπ.· [[πρός]] τινα, σε Ξεν.· <i>τὰ ἴδια προσομιλοῦντες</i>, κατευθύνοντας την προσωπική μας [[επικοινωνία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαμένω]], [[συχνάζω]], [[ποτὶ]] πέτρῃ, σε Θέογν.<br /><b class="num">III.</b> είμαι [[γνώστης]], [[έμπειρος]], <i>πείρᾳ</i>, σε Σοφ.· <i>τῷ πολέμῳ</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσομῑλέω:''' <b class="num">1)</b> обращаться с речью, заговаривать, беседовать (τινι Eur., Plat. и πρός τινα Xen.): τὰ [[ἴδια]] π. Thuc. толковать о личных делах;<br /><b class="num">2)</b> общаться, иметь общение (τινι Luc.);<br /><b class="num">3)</b> предаваться, быть занятым (τῷ πολέμῳ Thuc.; γυμναστικῇ Plat.): πείρᾳ δ᾽ οὐ προσωμίλησά πω Soph. я еще не подвергла испытанию (этого снадобья).
}}
}}