Anonymous

σταθερός: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στᾰθερός:''' -ά, Ιων. -ή, -όν ([[στῆναι]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που μένει [[στερεός]], [[αμετακίνητος]], [[ασάλευτος]]· <i>ἡ σταθερή</i> (ενν. <i>γῆ</i>), στερεή γη, Λατ. [[terra]] firma, σε Ανθ.· λέγεται για τη [[θάλασσα]], ήσυχη, ακύμαντη, γαλήνια, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> σταθερὰ [[μεσημβρία]], ακριβώς το [[μεσημέρι]], όταν ο [[ήλιος]] μοιάζει να στέκεται [[ακίνητος]] στον μεσημβρινό κύκλο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[αμετάβλητος]] στις αρχές του, [[σώφρων]], [[συνετός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''στᾰθερός:''' -ά, Ιων. -ή, -όν ([[στῆναι]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που μένει [[στερεός]], [[αμετακίνητος]], [[ασάλευτος]]· <i>ἡ σταθερή</i> (ενν. <i>γῆ</i>), στερεή γη, Λατ. [[terra]] firma, σε Ανθ.· λέγεται για τη [[θάλασσα]], ήσυχη, ακύμαντη, γαλήνια, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> σταθερὰ [[μεσημβρία]], ακριβώς το [[μεσημέρι]], όταν ο [[ήλιος]] μοιάζει να στέκεται [[ακίνητος]] στον μεσημβρινό κύκλο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[αμετάβλητος]] στις αρχές του, [[σώφρων]], [[συνετός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''στᾰθερός:''' устойчивый, неподвижный: [[μεσημβρία]] καλουμένη σταθερά Plat. так называемый неподвижный полдень (когда солнце в зените); σταθερὰ [[εὐδία]] Plat. тихая погода, перен. безмятежный покой; σταθερὸν [[μέλαν]] Anth. прочные чернила.
}}
}}