Anonymous

αἱρετέος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἱρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[αἱρέω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να κυριευθεί ή να προτιμηθεί, ο [[επιθυμητός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>αἱρετέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να εκλέξει, να επιλέξει, σε Πλάτ.
|lsmtext='''αἱρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[αἱρέω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να κυριευθεί ή να προτιμηθεί, ο [[επιθυμητός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>αἱρετέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να εκλέξει, να επιλέξει, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱρετέος:''' достойный быть избранным (μαθήματα Xen.).
}}
}}