3,276,901
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρᾰκολουθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ακολουθώ]] από κοντά, [[παρακολουθώ]] [[στενά]], με δοτ., σε Δημ.· λέγεται για γιατρό, [[παρακολουθέω]] νοσήματι, σε Πλάτ.· ομοίως, [[παρακολουθέω]] τοῖς πράγμασιν ἐξ ἀρχῆς, σε Δημ.· λέγεται για [[ακροατήριο]], [[ακολουθώ]] με το [[μυαλό]], σε Αισχίν. | |lsmtext='''παρᾰκολουθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ακολουθώ]] από κοντά, [[παρακολουθώ]] [[στενά]], με δοτ., σε Δημ.· λέγεται για γιατρό, [[παρακολουθέω]] νοσήματι, σε Πλάτ.· ομοίως, [[παρακολουθέω]] τοῖς πράγμασιν ἐξ ἀρχῆς, σε Δημ.· λέγεται για [[ακροατήριο]], [[ακολουθώ]] με το [[μυαλό]], σε Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρᾰκολουθέω:''' <b class="num">1)</b> идти рядом, сопровождать, следовать (τινι Arph., Plat. etc.);<br /><b class="num">2)</b> следовать, повиноваться (τῇ διδασκαλίᾳ NT);<br /><b class="num">3)</b> проходить (простираться, тянуться) вдоль (πόροι κατὰ πάντα τὸν πλεύμονα παρακολουθοῦντες Arst.): δι᾽ ὅλης τῆς ἱππικῆς παρακολουθεῖ Xen. (это правило) является общим для верховой езды;<br /><b class="num">4)</b> внимательно следить, исследовать (νοσήματι Plat.; τοῖς πράγμασιν Dem.; πᾶσιν [[ἀκριβῶς]] NT);<br /><b class="num">5)</b> понимать, постигать (ταῖς πράξεσιν Polyb.);<br /><b class="num">6)</b> лог., филос. быть (тесно) связанным, относиться (τινι Arst.). | |||
}} | }} |