3,277,218
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξανδρόομαι:''' παρακ. <i>-ήνδρωμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> Παθ., [[φθάνω]] σε ανδρική [[ηλικία]], [[γίνομαι]] [[άνδρας]], [[ανδρώνομαι]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος</i>, έχοντας ανδρωθεί από τα δόντια του δράκοντα, στον ίδ. | |lsmtext='''ἐξανδρόομαι:''' παρακ. <i>-ήνδρωμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> Παθ., [[φθάνω]] σε ανδρική [[ηλικία]], [[γίνομαι]] [[άνδρας]], [[ανδρώνομαι]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος</i>, έχοντας ανδρωθεί από τα δόντια του δράκοντα, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξανδρόομαι:''' <b class="num">1)</b> становиться мужем, мужать: ἐξανδρωμένος Her. и ἐξανδρούμενος Eur., Arph. пришедший в возраст мужа, возмужавший;<br /><b class="num">2)</b> превращаться в мужей: [[λόχος]] ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος Eur. отряд мужей, выросших из змеиных зубов. | |||
}} | }} |