Anonymous

ἐξανδρόομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξανδρόομαι:''' παρακ. <i>-ήνδρωμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> Παθ., [[φθάνω]] σε ανδρική [[ηλικία]], [[γίνομαι]] [[άνδρας]], [[ανδρώνομαι]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος</i>, έχοντας ανδρωθεί από τα δόντια του δράκοντα, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐξανδρόομαι:''' παρακ. <i>-ήνδρωμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> Παθ., [[φθάνω]] σε ανδρική [[ηλικία]], [[γίνομαι]] [[άνδρας]], [[ανδρώνομαι]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος</i>, έχοντας ανδρωθεί από τα δόντια του δράκοντα, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξανδρόομαι:''' <b class="num">1)</b> становиться мужем, мужать: ἐξανδρωμένος Her. и ἐξανδρούμενος Eur., Arph. пришедший в возраст мужа, возмужавший;<br /><b class="num">2)</b> превращаться в мужей: [[λόχος]] ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος Eur. отряд мужей, выросших из змеиных зубов.
}}
}}