3,277,179
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Λάκων:''' [ᾰ], -ωνος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[κάτοικος]] της Λακωνικής ή [[Λακεδαιμόνιος]] (λέγεται για άνδρα), όπως [[Λάκαινα]] (λέγεται για [[γυναίκα]]), σε Πίνδ., Αριστοφ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[Λακωνικός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''Λάκων:''' [ᾰ], -ωνος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[κάτοικος]] της Λακωνικής ή [[Λακεδαιμόνιος]] (λέγεται για άνδρα), όπως [[Λάκαινα]] (λέγεται για [[γυναίκα]]), σε Πίνδ., Αριστοφ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[Λακωνικός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Λάκων:''' ωνος (ᾰ) adj. m лаконский, лакедемонский, спартанский Pind., Arst. etc.<br />ωνος ὁ лаконец, лакедемонянин, спартанец Pind., Arst. etc. | |||
}} | }} |