Anonymous

νεανισκεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεᾱνισκεύομαι:''' αποθ., βρίσκομαι στη νεότητά μου, σε Ξεν.
|lsmtext='''νεᾱνισκεύομαι:''' αποθ., βρίσκομαι στη νεότητά μου, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''νεᾱνισκεύομαι:''' (только praes.)<br /><b class="num">1)</b> проводить свою юность (ἐν τοῖς ἐφήβοις Xen.);<br /><b class="num">2)</b> достигать юности (т. е. выходить из возраста эфебов): νεανισκευομένων ἀδικήματα Plut. проступки молодых людей.
}}
}}