Anonymous

ἀνακρίνω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακρίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρῐνῶ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εξετάζω]] προσεκτικά, [[ανακρίνω]], [[ερωτώ]], <i>τινά</i>, σε Θουκ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> ζητώ πληροφορίες για ένα [[γεγονός]], σε Αντιφ. — Μέσ., σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμοποιείται στην Αθήνα με [[τεχνική]] [[σημασία]]:<br /><b class="num">1.</b> [[εξετάζω]] τους άρχοντες ως προς την [[καταλληλότητα]] των προσόντων τους, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους δικαστικούς άρχοντες, [[ανακρίνω]] τα πρόσωπα που σχετίζονται με μια [[δίκη]], ώστε να προετοιμαστεί η [[διαδικασία]] της, [[προεξετάζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., <i>ἀνακρίνεσθαι πρὸς ἑαυτούς</i>, διαπληκτίζεται ο [[ένας]] με τον [[άλλο]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀνακρίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρῐνῶ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εξετάζω]] προσεκτικά, [[ανακρίνω]], [[ερωτώ]], <i>τινά</i>, σε Θουκ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> ζητώ πληροφορίες για ένα [[γεγονός]], σε Αντιφ. — Μέσ., σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμοποιείται στην Αθήνα με [[τεχνική]] [[σημασία]]:<br /><b class="num">1.</b> [[εξετάζω]] τους άρχοντες ως προς την [[καταλληλότητα]] των προσόντων τους, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους δικαστικούς άρχοντες, [[ανακρίνω]] τα πρόσωπα που σχετίζονται με μια [[δίκη]], ώστε να προετοιμαστεί η [[διαδικασία]] της, [[προεξετάζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., <i>ἀνακρίνεσθαι πρὸς ἑαυτούς</i>, διαπληκτίζεται ο [[ένας]] με τον [[άλλο]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακρίνω:''' (ῑ) (fut. ἀνακρῐνῶ)<br /><b class="num">1)</b> расспрашивать (τινά Plat.; τινὰ περί τινος Plut. и τινά τι Luc.);<br /><b class="num">2)</b> тж. med., юр. допрашивать (τινά Thuc., Plat.); расследовать, вести следствие (τινός Pind., [[ὑπέρ]] τινος Polyb.): ἀνακρίνεσθαι τὴν γραφήν Dem. вести следствие по делу;<br /><b class="num">3)</b> иметь суждение, судить: ἀ. τινά Arst. высказывать суждение о ком-л.;<br /><b class="num">4)</b> med. спорить: πρὸς ἑαυτοὺς ἀνακρίνεσθαι Her. спорить друг с другом.
}}
}}