Anonymous

διασταθμάομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασταθμάομαι:''' αποθ., [[κανονίζω]], [[ρυθμίζω]], [[καθορίζω]] σύμφωνα με τους κανόνες, [[ζυγίζω]], σε Ευρ.
|lsmtext='''διασταθμάομαι:''' αποθ., [[κανονίζω]], [[ρυθμίζω]], [[καθορίζω]] σύμφωνα με τους κανόνες, [[ζυγίζω]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''διασταθμάομαι:''' размеривать, отмежевывать: ὃς [[ἡμῖν]] βίοτον ἐκ θηριώδους διεσταθμήσατο Eur. тот, кто вывел нашу жизнь из животного состояния.
}}
}}