Anonymous

ἀνάσιμος: Difference between revisions

From LSJ
1
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάσιμος]], -ον (Α) [[σιμός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μύτη]] σιμή, σηκωτή<br /><b>2.</b> ανασηκωμένος στη μια [[άκρη]].
|mltxt=[[ἀνάσιμος]], -ον (Α) [[σιμός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μύτη]] σιμή, σηκωτή<br /><b>2.</b> ανασηκωμένος στη μια [[άκρη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάσῑμος:''' <b class="num">1)</b> курносый Arph.;<br /><b class="num">2)</b> загнутый вверх (τοο ἐλέφαντος ὀδόντες, [[πλοῖον]] Arst.).
}}
}}