Anonymous

παραφρονέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραφρονέω:''' ([[παράφρων]]), είμαι [[εκτός]] λογικής, διαταραγμένος ή [[τρελός]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ποιητ. παραιφρ-, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''παραφρονέω:''' ([[παράφρων]]), είμαι [[εκτός]] λογικής, διαταραγμένος ή [[τρελός]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ποιητ. παραιφρ-, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραφρονέω:''' поэт. [[παραιφρονέω]] быть помешанным, лишиться рассудка Her., Soph., Theocr., Arph. etc.: π. τινι Aesch. обезуметь, быть вне себя от чего-л.
}}
}}