Anonymous

μωραίνω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μωραίνω:''' ([[μῶρος]]), μελ. <i>-ᾰνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμώρᾱνα</i>·<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[ηλίθιος]], [[ανόητος]], σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., [[πεῖραν]] μωραίνειν, [[επιχειρώ]] [[μία]] ανόητη [[προσπάθεια]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως μτβ., [[καθιστώ]] κάποιον ανόητο, [[καταδικάζω]], [[επικρίνω]] κάποιον ως ανόητο, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., λέγεται για το [[αλάτι]], γίνεται άνοστο, χάνει τη [[γεύση]] του, στο ίδ.
|lsmtext='''μωραίνω:''' ([[μῶρος]]), μελ. <i>-ᾰνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμώρᾱνα</i>·<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[ηλίθιος]], [[ανόητος]], σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., [[πεῖραν]] μωραίνειν, [[επιχειρώ]] [[μία]] ανόητη [[προσπάθεια]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως μτβ., [[καθιστώ]] κάποιον ανόητο, [[καταδικάζω]], [[επικρίνω]] κάποιον ως ανόητο, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., λέγεται για το [[αλάτι]], γίνεται άνοστο, χάνει τη [[γεύση]] του, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μωραίνω:''' (fut. μωρανῶ, aor. ἐμώρανα; pass.: aor. ἐμωράνθην, pf. μεμώραμμαι)<br /><b class="num">1)</b> быть глупым, поступать безрассудно: [[πεῖραν]] μ. Aesch. делать глупую попытку; [[ταῦτα]] μὴ θέλουσα μωρανεῖς Eur. отказавшись от этого, ты поступишь безрассудно;<br /><b class="num">2)</b> сводить с ума: [[ὥσπερ]] αἶγες μεμωραμμέναι Arst. словно ополоумевшие козы;<br /><b class="num">3)</b> изобличать в глупости, посрамлять (τὴν σοφίαν τινός NT);<br /><b class="num">4)</b> pass. терять силу или вкус, выдыхаться (ἐὰν τὸ [[ἅλας]] μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; NT).
}}
}}