Anonymous

ἰχθυάω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰχθυάω:''' ([[ἰχθύς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ψαρεύω]], [[αλιεύω]], Επικ. παρατ. <i>ἰχθυάασκον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ., Επικ. γʹ ενικ. <i>ἰχθυάᾳ</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[παίζω]] (ως ψάρι), σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ἰχθυάω:''' ([[ἰχθύς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ψαρεύω]], [[αλιεύω]], Επικ. παρατ. <i>ἰχθυάασκον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ., Επικ. γʹ ενικ. <i>ἰχθυάᾳ</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[παίζω]] (ως ψάρι), σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰχθυάω:''' (только 3 л. sing. praes. ἰχθυάᾳ, aor. iter. ἰχθυάασκον и part. ἰχθυάοντες)<br /><b class="num">1)</b> ловить рыбу, удить (γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Hom.); (вообще) вылавливать (из воды) (δελφῖνάς τε κύνας τε Hom.);<br /><b class="num">2)</b> играть (подобно рыбам), резвиться (δελφῖνες ἰχθυάοντες Hes.).
}}
}}