3,277,055
edits
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δερματικός]], -ή, -όν)<br />ο [[δερμάτινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο [[δέρμα]] του ανθρώπου<br />(«δερματικά νοσήματα», «δερματικά φάρμακα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει υφή δέρματος, που μοιάζει με [[δέρμα]] («ἔστι δ' ἡ [[μῆνιγξ]] ὑμὴν [[δερματικός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> «[[δερματικόν]] αργύριον» — χρήματα που εισέπραττε το [[δημόσιο]] από την [[πώληση]] τών δερμάτων τών θυσιαζόμενων ζώων<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η δερματική</i><br />η [[δαλματική]], το [[επίσημο]] [[ένδυμα]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[δερματικός]], -ή, -όν)<br />ο [[δερμάτινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο [[δέρμα]] του ανθρώπου<br />(«δερματικά νοσήματα», «δερματικά φάρμακα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει υφή δέρματος, που μοιάζει με [[δέρμα]] («ἔστι δ' ἡ [[μῆνιγξ]] ὑμὴν [[δερματικός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> «[[δερματικόν]] αργύριον» — χρήματα που εισέπραττε το [[δημόσιο]] από την [[πώληση]] τών δερμάτων τών θυσιαζόμενων ζώων<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η δερματική</i><br />η [[δαλματική]], το [[επίσημο]] [[ένδυμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δερμᾰτικός:''' кожистый ([[κέλυφος]], ὁμήν Arst.). | |||
}} | }} |