Anonymous

ἰσόπεδος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰσόπεδος:''' -ον ([[πέδον]]), αυτός που έχει ομαλή [[επιφάνεια]], [[επίπεδος]]· με δοτ., [[επίπεδος]] ή [[ίσος]] με κάποιον, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἰσόπεδος:''' -ον ([[πέδον]]), αυτός που έχει ομαλή [[επιφάνεια]], [[επίπεδος]]· με δοτ., [[επίπεδος]] ή [[ίσος]] με κάποιον, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσόπεδος:''' находящийся вровень, на одном уровне (θάλασσαι ἰσόπεδοι Luc.): [[χοῦν]] ποιῆσαι τῇ [[ἄλλῃ]] γῇ [[ἰσόπεδον]] Her. сравнять насыпь с остальной землей.
}}
}}