Anonymous

δυσχείμερος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσχείμερος:''' -ον ([[χεῖμα]]), αυτός που υποφέρει από βαρείς χειμώνες, [[πολύ]] [[ψυχρός]], [[παγωμένος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αισχύλ.
|lsmtext='''δυσχείμερος:''' -ον ([[χεῖμα]]), αυτός που υποφέρει από βαρείς χειμώνες, [[πολύ]] [[ψυχρός]], [[παγωμένος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσχείμερος:''' <b class="num">1)</b> отличающийся холодными или бурными зимами, холодный, суровый ([[Δωδώνη]] Hom.; [[χώρη]] Her.; τόποι Eur.; [[Σκυθική]] Arst.): τὰ δυσχείμερα τῶν Ἑλληνικῶν Plut. суровые области Греции;<br /><b class="num">2)</b> овеваемый холодными бурями ([[φάραγξ]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> бурный ([[πέλαγος]], [[νύξ]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> плохо переносящий стужу (αἱ οἶες Arst.).
}}
}}