Anonymous

ἐκπειράομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπειράομαι:''' μέλ. -άσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ ἐξεπειράθην [ᾱ]·<br /><b class="num">1.</b> [[θέτω]] σε [[δοκιμή]], [[ελέγχω]], [[δοκιμάζω]], [[εξετάζω]], με γεν. προσ., σε Ηρόδ.· με απαρ., <i>ἐκπειρᾷ λέγειν</i>, με προκαλείς να μιλήσω, να πω κι άλλα, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ερευνώ]], ζητώ πληροφορίες για κάποιον, <i>τί τινος</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐκπειράομαι:''' μέλ. -άσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ ἐξεπειράθην [ᾱ]·<br /><b class="num">1.</b> [[θέτω]] σε [[δοκιμή]], [[ελέγχω]], [[δοκιμάζω]], [[εξετάζω]], με γεν. προσ., σε Ηρόδ.· με απαρ., <i>ἐκπειρᾷ λέγειν</i>, με προκαλείς να μιλήσω, να πω κι άλλα, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ερευνώ]], ζητώ πληροφορίες για κάποιον, <i>τί τινος</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκπειράομαι:''' <b class="num">1)</b> подвергать испытанию, испытывать, проверять (τινος Her.): ἐκπειρᾷ λέγειν; Soph. ты пытаешься поймать меня на слове?; εἰ δ᾽ εἰς τόδ᾽ [[ἦλθον]] κἀξεπειράθην, [[οἷον]] … Eur. если бы мне довелось испытать, насколько …;<br /><b class="num">2)</b> выпытывать, разузнавать (τί τινος Arph. и εἰ … Plat.).
}}
}}