Anonymous

ἀχειροτόνητος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀχειροτόνητος]], -ον)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για κληρικούς ή υποψήφιους κληρικούς) αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] χειροτονηθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει φάει [[ξύλο]], ο [[άδαρτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει εκλεγεί με [[χειροτονία]], [[ανάταση]] του χεριού<br /><b>2.</b> (για αξιώματα) [[εκείνος]] που δεν έχει αποδοθεί με [[ψηφοφορία]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀχειροτόνητος]], -ον)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για κληρικούς ή υποψήφιους κληρικούς) αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] χειροτονηθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει φάει [[ξύλο]], ο [[άδαρτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει εκλεγεί με [[χειροτονία]], [[ανάταση]] του χεριού<br /><b>2.</b> (για αξιώματα) [[εκείνος]] που δεν έχει αποδοθεί με [[ψηφοφορία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχειροτόνητος:''' не избранный (поднятием рук) (arg. ad Dem.).
}}
}}