Anonymous

πύργος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πύργος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[πύργος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. <b>1. α)</b> στον πληθ., τα τείχη της πόλης με τους πύργους τους, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, συνεκδοχικά, στον ενικ., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. <b>β)</b> [[κινητός]] [[πύργος]] με τον οποίο προσέβαλλαν πόλεις, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[πύργος]] ισχυρής υπεράσπισης, όπως ο [[Αίας]] καλείται [[πύργος]] Ἀχαιοῖς, σε Ομήρ. Οδ.· [[παῖς]] [[ἄρσην]] πατέρ' [[ἔχει]] πύργον μέγαν, σε Ευρ.· θανάτων [[πύργος]], [[πύργος]] υπεράσπισης από τον θάνατο, [[αμυντήριος]] [[πύργος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> το ψηλότερο [[μέρος]] [[κάθε]] οικοδομήματος, πυργοειδές ανώγειο όπου κατοικούσαν οι γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[μέρος]] στρατού παρατεταγμένο σε κλειστό σχηματισμό, [[φάλαγγα]], στο ίδ.· πρβλ. [[πυργηδόν]].
|lsmtext='''πύργος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[πύργος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. <b>1. α)</b> στον πληθ., τα τείχη της πόλης με τους πύργους τους, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, συνεκδοχικά, στον ενικ., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. <b>β)</b> [[κινητός]] [[πύργος]] με τον οποίο προσέβαλλαν πόλεις, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[πύργος]] ισχυρής υπεράσπισης, όπως ο [[Αίας]] καλείται [[πύργος]] Ἀχαιοῖς, σε Ομήρ. Οδ.· [[παῖς]] [[ἄρσην]] πατέρ' [[ἔχει]] πύργον μέγαν, σε Ευρ.· θανάτων [[πύργος]], [[πύργος]] υπεράσπισης από τον θάνατο, [[αμυντήριος]] [[πύργος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> το ψηλότερο [[μέρος]] [[κάθε]] οικοδομήματος, πυργοειδές ανώγειο όπου κατοικούσαν οι γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[μέρος]] στρατού παρατεταγμένο σε κλειστό σχηματισμό, [[φάλαγγα]], στο ίδ.· πρβλ. [[πυργηδόν]].
}}
{{elru
|elrutext='''πύργος:''' ὁ<b class="num">1)</b> городская башня Hom., Hes., Her., Eur., Plat. etc.;<br /><b class="num">2)</b> осадная башня Xen., Polyb.;<br /><b class="num">3)</b> башенка, вышка (для женщин, род светлицы или терема) Her.;<br /><b class="num">4)</b> (пирамидальный) футляр для игральных костей Anth.;<br /><b class="num">5)</b> перен. твердыня, оплот (π. Ἀχαιοῖς Hom. = [[Αἴας]]): τινὰ πύργον μέγαν ἔχειν Eur. иметь в ком-л. могучего защитника;<br /><b class="num">6)</b> воен. «башня» (боевой порядок в форме четырехугольника) (Ἀχαιῶν Hom.).
}}
}}