Anonymous

περικαίω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περικαίω:''' Αττ. -κάω, μέλ. -[[καύσω]], [[καίω]] [[ολόγυρα]] — Παθ., είμαι φλογισμένος, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''περικαίω:''' Αττ. -κάω, μέλ. -[[καύσω]], [[καίω]] [[ολόγυρα]] — Παθ., είμαι φλογισμένος, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''περικαίω:''' <b class="num">1)</b> обжигать кругом, опалять (τὴν κόμην Plut.): περικεκαυμένος Her. обожженный, покрытый ожогами;<br /><b class="num">2)</b> сжигать (τὰ θνητὰ τοῦ σώματος Plut.).
}}
}}