Anonymous

ἀπονοέομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπονοέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ενοήθην</i>, παρακ. <i>-νενόημαι</i>· αποθ.· ([[νοέω]])· χάνω το νου μου, λέγεται·<br /><b class="num">1.</b> για φόβο, [[πέφτω]] σε [[απελπισία]], σε [[απόγνωση]], σε Ξεν.· <i>ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι</i>, απελπισμένοι άνθρωποι, Λατ. perditi, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> για άνθρωπο αναίσχυντο, <i>ἀπονενοημένος</i>, [[πρόστυχος]], [[αισχρός]], «το χαμένο [[κορμί]]», σε Θεόφρ.
|lsmtext='''ἀπονοέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ενοήθην</i>, παρακ. <i>-νενόημαι</i>· αποθ.· ([[νοέω]])· χάνω το νου μου, λέγεται·<br /><b class="num">1.</b> για φόβο, [[πέφτω]] σε [[απελπισία]], σε [[απόγνωση]], σε Ξεν.· <i>ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι</i>, απελπισμένοι άνθρωποι, Λατ. perditi, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> για άνθρωπο αναίσχυντο, <i>ἀπονενοημένος</i>, [[πρόστυχος]], [[αισχρός]], «το χαμένο [[κορμί]]», σε Θεόφρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπονοέομαι:''' терять самообладание, приходить в отчаяние; ἀπονενοημένος Thuc., Xen. отчаянный, отчаянно храбрый, но тж. Isocr. отчаянный, пропащий, негодный; ἀπονοηθέντες διεμάχοντο Xen. они сражались отчаянно.
}}
}}