Anonymous

τηρητής: Difference between revisions

From LSJ
4b
(41)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[τηρήτρια]], η, ΝΜΑ [<i>τηρῶ</i> (Ι)]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που τηρεί [[κάτι]], που με σεβασμό το διαφυλάττει (α. «[[τηρητής]] τών νόμων» β. «[[πιστός]] [[τηρητής]] τών εθίμων»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρατηρεί, που εποπτεύει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[φρουρός]], [[φύλακας]] («ὁ ὀφθαλμὸς δίκης [[τηρητής]]»).
|mltxt=ο, θηλ. [[τηρήτρια]], η, ΝΜΑ [<i>τηρῶ</i> (Ι)]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που τηρεί [[κάτι]], που με σεβασμό το διαφυλάττει (α. «[[τηρητής]] τών νόμων» β. «[[πιστός]] [[τηρητής]] τών εθίμων»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρατηρεί, που εποπτεύει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[φρουρός]], [[φύλακας]] («ὁ ὀφθαλμὸς δίκης [[τηρητής]]»).
}}
{{elru
|elrutext='''τηρητής:''' οῦ ὁ хранитель, блюститель, страж (δίκης Diod.).
}}
}}