Anonymous

βαλβίς: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βαλβίς:''' -ῖδος, ἡ ,<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]], [[σχοινί]] που ρίχνεται στους αγώνες δρόμου [[μπροστά]] από τους αγωνιζομένους· συχνότερα στον πληθ., όπως το Λατ. carceres, τα [[σημεία]] που οριοθετούν τη [[γραμμή]] από την οποία ξεκινούσαν οι δρομείς και στην οποία επέστρεφαν, σε Αριστοφ.· [[έπειτα]], οποιοδήποτε [[σημείο]] εκκίνησης, σε Ευρ., Αριστοφ.· μεταφ., <i>πρὸς βαλβῖδα βίου</i> σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> οποιοδήποτε [[σημείο]] το οποίο μπορεί να κατακτηθεί, όπως οι επάλξεις (λέγεται για εκείνον που ανεβαίνει στο [[τείχος]]), σε Σοφ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''βαλβίς:''' -ῖδος, ἡ ,<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]], [[σχοινί]] που ρίχνεται στους αγώνες δρόμου [[μπροστά]] από τους αγωνιζομένους· συχνότερα στον πληθ., όπως το Λατ. carceres, τα [[σημεία]] που οριοθετούν τη [[γραμμή]] από την οποία ξεκινούσαν οι δρομείς και στην οποία επέστρεφαν, σε Αριστοφ.· [[έπειτα]], οποιοδήποτε [[σημείο]] εκκίνησης, σε Ευρ., Αριστοφ.· μεταφ., <i>πρὸς βαλβῖδα βίου</i> σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> οποιοδήποτε [[σημείο]] το οποίο μπορεί να κατακτηθεί, όπως οι επάλξεις (λέγεται για εκείνον που ανεβαίνει στο [[τείχος]]), σε Σοφ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''βαλβίς:''' ῖδος ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> барьер (от которого начинались и у которого оканчивались гоночные состязания): [[ἄφες]] ἀπὸ βαλβίδων [[ἐμέ]] τε καὶ [[τουτονί]] Arph. позволь мне вступить с ним в соревнование; βαλβίδων [[ἄπο]] Eur. с самого начала; β. λυπηρὰ βίου Eur. печальная кончина;<br /><b class="num">2)</b> зубцы городских стен (βαλβίδων ἐπ᾽ [[ἄκρων]] Soph.).
}}
}}