3,274,873
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δουπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, Επικ. αόρ. αʹ <i>δούπησα</i>, επίσης [[ἐγδούπησα]] (όπως αν προερχόταν από το [[γδουπέω]]), παρακ. <i>δέδουπα</i> ([[δοῦπος]])· κάνω γδούπο πέφτοντας, δούπησεν [[πεσών]], έπεσε με έναν υπόκωφο θόρυβο, με γδούπο, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν</i>, πέφτει με [[βαρύ]] ήχο πάνω στα στήθη τους, σε Ευρ. | |lsmtext='''δουπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, Επικ. αόρ. αʹ <i>δούπησα</i>, επίσης [[ἐγδούπησα]] (όπως αν προερχόταν από το [[γδουπέω]]), παρακ. <i>δέδουπα</i> ([[δοῦπος]])· κάνω γδούπο πέφτοντας, δούπησεν [[πεσών]], έπεσε με έναν υπόκωφο θόρυβο, με γδούπο, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν</i>, πέφτει με [[βαρύ]] ήχο πάνω στα στήθη τους, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δουπέω:''' арх. - поэт. [[γδουπέω]]<br /><b class="num">1)</b> издавать глухой звук, гудеть: δούπησεν [[πεσών]] Hom. он с грохотом упал;<br /><b class="num">2)</b> стучать (ταῖς ἀσπίσι πρὸς τὰ δόρατα Xen.): δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν Eur. женщины бьют себя руками (в грудь);<br /><b class="num">3)</b> падать, погибать (δεδουπότος Οἰδιπόδαο [[τάφος]] Hom.). | |||
}} | }} |