Anonymous

μῆλον: Difference between revisions

From LSJ
1,139 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῆλον:''' (Α), -ου, τό, [[πρόβατο]] ή [[κατσίκα]], σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ., πρόβατα και κατσίκες, μικρό [[κοπάδι]], Λατ. [[pecudes]], σε αντίθ. προς το [[βόες]], σε Ομήρ. Ιλ.· με επίθ. που προστίθεται για να διακρίνει το [[γένος]], <i>ἄρσενα μῆλα</i>, κριάρια, τράγοι, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">• [[μῆλον]]:</b> (Β), Δωρ. [[μᾶλον]], -ου, τό, Λατ. mālum·<br /><b class="num">I.</b> [[μήλο]] (το [[φρούτο]]) ή (γενικά) [[κάθε]] οπωροφόρο δέντρο, σε Όμηρ., Ησίοδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για τους μαστούς νεαρής κοπέλας, σε Θεόκρ.· επίσης, μάγουλα, Λατ. malae, σε Ανθ., Λουκ.· πρβλ. [[μηλοπάρειος]]· [[αλλά]] στον Θεόκρ., <i>τὰ σὰ δάκρυα μᾶλα ῥεόντι</i>, τά δάκρυά [[σου]] τρέχουν γλυκά ή στρογγυλά σαν μήλα.
|lsmtext='''μῆλον:''' (Α), -ου, τό, [[πρόβατο]] ή [[κατσίκα]], σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ., πρόβατα και κατσίκες, μικρό [[κοπάδι]], Λατ. [[pecudes]], σε αντίθ. προς το [[βόες]], σε Ομήρ. Ιλ.· με επίθ. που προστίθεται για να διακρίνει το [[γένος]], <i>ἄρσενα μῆλα</i>, κριάρια, τράγοι, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">• [[μῆλον]]:</b> (Β), Δωρ. [[μᾶλον]], -ου, τό, Λατ. mālum·<br /><b class="num">I.</b> [[μήλο]] (το [[φρούτο]]) ή (γενικά) [[κάθε]] οπωροφόρο δέντρο, σε Όμηρ., Ησίοδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για τους μαστούς νεαρής κοπέλας, σε Θεόκρ.· επίσης, μάγουλα, Λατ. malae, σε Ανθ., Λουκ.· πρβλ. [[μηλοπάρειος]]· [[αλλά]] στον Θεόκρ., <i>τὰ σὰ δάκρυα μᾶλα ῥεόντι</i>, τά δάκρυά [[σου]] τρέχουν γλυκά ή στρογγυλά σαν μήλα.
}}
{{elru
|elrutext='''μῆλον:''' <b class="num">I</b> дор. [[μᾶλον]] τό<br /><b class="num">1)</b> яблоко Hom. etc.: τὸ τῆς Ἔριδος μ. Luc. яблоко Эриды, т. е. раздора; τὰ χρύσεα μῆλα (sc. Ἑσπερίδων) Soph. золотые яблоки Гесперид;<br /><b class="num">2)</b> (древесный) плод Hom. etc.: μ. Κυδώνιον Plut. айва; μ. Μηδικόν (поздн. [[κίτριον]]) Plut. лимон или померанец;<br /><b class="num">3)</b> шар, округлость (μαζῶν μῆλα, μᾶλα παρηϊάδων Anth.): μ. ἐπὶ σκήπτρῳ ἔπεστι πεποιημενον Her. к посоху приделан шаровидный набалдашник.<br /><b class="num">II</b> дор. [[μᾶλον]] τό овца или коза; тж. pl. мелкий скот (πολλὰ μῆλ᾽, ὄϊές τε καὶ αἶγες Hom.; μῆλα καὶ [[βοῶν]] ἀγέλαι Pind.; μῆλα καὶ ποῖμναι Soph.): ἄρσενα или ἔνορχα μῆλα Hom. бараны.
}}
}}