Anonymous

δημιουργέω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δημιουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[δημιουργός]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πραγματοποιώ]] [[συναλλαγή]], κάνω δουλειά, [[εργάζομαι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[εργάζομαι]] σε, [[κατασκευάζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[ένας]] από τους <i>δημιουργούς</i> (II), [[μετέρχομαι]] δημόσια έργα, στον ίδ.
|lsmtext='''δημιουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[δημιουργός]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πραγματοποιώ]] [[συναλλαγή]], κάνω δουλειά, [[εργάζομαι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[εργάζομαι]] σε, [[κατασκευάζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[ένας]] από τους <i>δημιουργούς</i> (II), [[μετέρχομαι]] δημόσια έργα, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δημιουργέω:''' <b class="num">1)</b> заниматься ручным трудом, быть ремесленником, работать (οἰκέται ἀνδρὶ ἐπιχωρίῳ δημιουργοῦντες Plat.): τὰ δημιουργούμενα Arst. ремесленные изделия;<br /><b class="num">2)</b> создавать, строить (χώματα καὶ μνήματα Plut.): τέχναι δημιουργοῦσαι Plat. производственные искусства;<br /><b class="num">3)</b> создавать, творить (ἡ [[φύσις]] οὐδὲν [[μάτην]] δημιουργεῖ Arst.): ἡ [[δύναμις]] δημιουργοῦσα Arst. творческая сила; τὰ δημιουργοῦντα καὶ [[ὕλη]] Arst. созидающие или образовательные силы и материя;<br /><b class="num">4)</b> воспитывать (τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν Plat.);<br /><b class="num">5)</b> быть демиургом (Plat. - см. [[δημιουργός]] 5).
}}
}}