Anonymous

ἀριθμητικός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀριθμητικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην [[αρίθμηση]], [[αριθμητικός]], [[υπολογιστικός]], σε Πλάτ.· <i>ἡ ἀριθμητική</i> (ενν. [[τέχνη]]), η αριθμητική, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀριθμητικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην [[αρίθμηση]], [[αριθμητικός]], [[υπολογιστικός]], σε Πλάτ.· <i>ἡ ἀριθμητική</i> (ενν. [[τέχνη]]), η αριθμητική, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀριθμητικός:''' <b class="num">1)</b> искусный в счете Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> числовой, арифметический ([[ἀναλογία]], [[μεσότης]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> счетный ([[ἐπιστήμη]] Plut.).
}}
}}