Anonymous

ἐπιθορυβέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιθορῠβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φωνάζω]] για, Λατ. acclamare, ως [[σημάδι]] [[είτε]] επιδοκιμασίας [[είτε]] δυσαρέσκειας, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπιθορῠβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φωνάζω]] για, Λατ. acclamare, ως [[σημάδι]] [[είτε]] επιδοκιμασίας [[είτε]] δυσαρέσκειας, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιθορῠβέω:''' шуметь в ответ, издавать возгласы (одобрения или неодобрения) Xen.
}}
}}