Anonymous

πολύαρνος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύαρνος:''' -ον, αυτός που έχει [[πολλά]] αρνιά ή πρόβατα, [[πλούσιος]] σε κοπάδια, ετερόκλ. δοτ. [[πολύαρνι]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''πολύαρνος:''' -ον, αυτός που έχει [[πολλά]] αρνιά ή πρόβατα, [[πλούσιος]] σε κοπάδια, ετερόκλ. δοτ. [[πολύαρνι]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύαρνος:''' (только dat. sing. [[πολύαρνι]]) богатый стадами ([[Θυέστης]] Hom.).
}}
}}