3,277,820
edits
(6) |
(4) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύαρνος:''' -ον, αυτός που έχει [[πολλά]] αρνιά ή πρόβατα, [[πλούσιος]] σε κοπάδια, ετερόκλ. δοτ. [[πολύαρνι]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''πολύαρνος:''' -ον, αυτός που έχει [[πολλά]] αρνιά ή πρόβατα, [[πλούσιος]] σε κοπάδια, ετερόκλ. δοτ. [[πολύαρνι]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύαρνος:''' (только dat. sing. [[πολύαρνι]]) богатый стадами ([[Θυέστης]] Hom.). | |||
}} | }} |