Anonymous

μείλιγμα: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μείλιγμα:''' -ατος, τό ([[μειλίσσω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> οτιδήποτε εξυπηρετεί στο να καταπραΰνει, <i>μειλίγματα θυμοῦ</i>, αποφάγια για να κατευνάσουν την [[πείνα]] των σκυλιών, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., γλώσσης [[μείλιγμα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ., εξευμενισμοί, [[απότιση]] εξιλαστήριων τιμών στους νεκρούς, Λατ. [[inferiae]], στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[συμπαθητικός]], [[αξιαγάπητος]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> κατευναστικό [[τραγούδι]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">• [[μείλιγμα]]:</b> τό,<br /><b class="num">I.</b> [[τραγούδι]], σε Μόσχ.<br /><b class="num">II.</b> [[μικρός]] [[αυλός]] που χρησιμοποιείτο για να δίνει τον τόνο στον τραγουδιστή ή στο μουσικό όργανο, στον ίδ.
|lsmtext='''μείλιγμα:''' -ατος, τό ([[μειλίσσω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> οτιδήποτε εξυπηρετεί στο να καταπραΰνει, <i>μειλίγματα θυμοῦ</i>, αποφάγια για να κατευνάσουν την [[πείνα]] των σκυλιών, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., γλώσσης [[μείλιγμα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ., εξευμενισμοί, [[απότιση]] εξιλαστήριων τιμών στους νεκρούς, Λατ. [[inferiae]], στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[συμπαθητικός]], [[αξιαγάπητος]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> κατευναστικό [[τραγούδι]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">• [[μείλιγμα]]:</b> τό,<br /><b class="num">I.</b> [[τραγούδι]], σε Μόσχ.<br /><b class="num">II.</b> [[μικρός]] [[αυλός]] που χρησιμοποιείτο για να δίνει τον τόνο στον τραγουδιστή ή στο μουσικό όργανο, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μείλιγμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> средство утоления, способ смягчения (θυμοῦ Hom.; τῆς ὀργῆς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> наслаждение, радость, отрада: Χρυσηΐδων μ. τῶν ὑπ᾽ Ἰλίῳ ирон. Aesch. отрада илионских Хрисеид, т. е. Агамемнон;<br /><b class="num">3)</b> умилостивительная жертва (νερτέροις Aesch.).
}}
}}