Anonymous

διαβολή: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαβολή:''' ἡ ([[διαβάλλω]]),·<br /><b class="num">I.</b> ψεύτικη [[κατηγορία]], [[δυσφήμιση]], [[συκοφαντία]], [[λασπολογία]], ἐπὶ διαβολῇ [[εἰπεῖν]], σε Ηρόδ.· <i>διαβολὰς ἐνδέχεσθαι</i>, [[ακούω]] προσεκτικά ψευδείς συκοφαντίες, στον ίδ.· <i>ἐμὴ δ</i>., οι [[εναντίον]] μου κατηγορίες, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[έριδα]], [[διένεξη]], [[εχθρότητα]], σε Θουκ.
|lsmtext='''διαβολή:''' ἡ ([[διαβάλλω]]),·<br /><b class="num">I.</b> ψεύτικη [[κατηγορία]], [[δυσφήμιση]], [[συκοφαντία]], [[λασπολογία]], ἐπὶ διαβολῇ [[εἰπεῖν]], σε Ηρόδ.· <i>διαβολὰς ἐνδέχεσθαι</i>, [[ακούω]] προσεκτικά ψευδείς συκοφαντίες, στον ίδ.· <i>ἐμὴ δ</i>., οι [[εναντίον]] μου κατηγορίες, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[έριδα]], [[διένεξη]], [[εχθρότητα]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαβολή:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> ссора, вражда (πρός τινα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> неприязнь, нелюбовь, отвращение (πρὸς [[ἄλειμμα]] καὶ [[λουτρόν]], τοῦ πάθους Plut.);<br /><b class="num">3)</b> боязнь, страх (πρὸς τὸν θάνατον Plut.);<br /><b class="num">4)</b> обвинение (διαβολαὶ ψευδεῖς Isocr.): διαβολαῖς ταῖς ἐμαῖς Eur. в силу выдвинутых мною обвинений;<br /><b class="num">5)</b> ложное обвинение, клевета, наговор, тж. злословие ([[κατά]] τινος и πρός τινα Plut.): ἐπὶ διαβολῇ Her. клеветнически; δ. τοῦ λόγου Thuc. клеветнический слух; διαβολὰς προσίεσθαι или ἐνδέχεσθαι Her. (по)верить клевете;<br /><b class="num">6)</b> дурная слава (ἡ ἐμὴ δ. Plat.): ἐν διαβολῇ [[γενέσθαι]] Lys. и ἐν διαβολαῖς εἶναι Polyb. приобрести дурную славу или оказаться под подозрением.
}}
}}