Anonymous

ἀσαπής: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἀσαπής]], -ές) [[σήπομαι]]<br />αυτός που δεν σαπίζει, ο [[ασάπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ανεπεξέργαστος]], ο [[αχώνευτος]] (ως ιατρ. όρος).
|mltxt=-ές (AM [[ἀσαπής]], -ές) [[σήπομαι]]<br />αυτός που δεν σαπίζει, ο [[ασάπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ανεπεξέργαστος]], ο [[αχώνευτος]] (ως ιατρ. όρος).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσᾰπής:''' не гниющий (ἐν κινήσει Arst.).
}}
}}