Anonymous

ἐκζητέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκζητέω:''' μέλ. <i>—ήσω</i> ·<br /><b class="num">I.</b> [[αναζητώ]], [[ανακαλύπτω]], [[ερευνώ]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[απαιτώ]], ζητώ το λόγο για ένα [[πράγμα]], με αιτ., στο ίδ.
|lsmtext='''ἐκζητέω:''' μέλ. <i>—ήσω</i> ·<br /><b class="num">I.</b> [[αναζητώ]], [[ανακαλύπτω]], [[ερευνώ]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[απαιτώ]], ζητώ το λόγο για ένα [[πράγμα]], με αιτ., στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκζητέω:''' <b class="num">1)</b> разыскивать, исследовать (περί τινος NT);<br /><b class="num">2)</b> взыскивать (τὸ [[αἷμα]] πάντων ἐκζητηθήσεται [[ἀπό]] τινος NT);<br /><b class="num">3)</b> искать, жаждать (τὸν [[κύριον]] NT).
}}
}}