Anonymous

ἄκακος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκᾰκος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που δεν ξέρει το [[κακό]], [[άδολος]], [[αθώος]], [[πράος]], σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλοϊκός]], [[αφελής]], σε Δημ.· επίρρ. -[[κως]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἄκᾰκος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που δεν ξέρει το [[κακό]], [[άδολος]], [[αθώος]], [[πράος]], σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλοϊκός]], [[αφελής]], σε Δημ.· επίρρ. -[[κως]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκᾰκος:''' незлобивый, кроткий, простодушный Aesch., Plat., Dem., Plut., Anth.
}}
}}