Anonymous

διαμινύρομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6_3)
(1b)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμινύρομαι''': [ῡ], ἀποθ., [[ψάλλω]] «παραπονετικά», Ἀριστοφ. Θεσμ. 100.
|lstext='''διαμινύρομαι''': [ῡ], ἀποθ., [[ψάλλω]] «παραπονετικά», Ἀριστοφ. Θεσμ. 100.
}}
{{elru
|elrutext='''διαμῐνύρομαι:''' (ῡ) визгливо распевать (τι Arph.; - v. l. [[διαμινυρίζομαι]]).
}}
}}