Anonymous

ὅμιλος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὅμῑλος:''' ὁ ([[ὁμός]], [[ἴλη]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[κάθε]] συναθροισμένο [[πλήθος]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αισχύλ.· [[μάζα]] ανθρώπων, όχλος, αντίθ. προς τους ηγέτες, αρχηγούς, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁ ψιλὸς [[ὅμιλος]], [[πλήθος]] ατάκτων, αντίθ. προς το <i>οἱ ὁπλῖται</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[πλήθος]], [[συρφετός]] μάχης, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πρώτῳ ἐν ὁμίλῳ</i>, Λατ. in [[prima]] acie, στο ίδ.· γενικά, [[αναταραχή]], [[θόρυβος]], [[σύγχυση]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὅμῑλος:''' ὁ ([[ὁμός]], [[ἴλη]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[κάθε]] συναθροισμένο [[πλήθος]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αισχύλ.· [[μάζα]] ανθρώπων, όχλος, αντίθ. προς τους ηγέτες, αρχηγούς, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁ ψιλὸς [[ὅμιλος]], [[πλήθος]] ατάκτων, αντίθ. προς το <i>οἱ ὁπλῖται</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[πλήθος]], [[συρφετός]] μάχης, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πρώτῳ ἐν ὁμίλῳ</i>, Λατ. in [[prima]] acie, στο ίδ.· γενικά, [[αναταραχή]], [[θόρυβος]], [[σύγχυση]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὅμῑλος:''' ὁ [[ἴλη]] только sing.<br /><b class="num">1)</b> толпа, полчище, масса (Δαναῶν, ἵππων τε καὶ [[ἀνδρῶν]] Hom.; Νομάδων Pind.; θοινατόρων Eur.): ὁ ψιλὸς ὅ. Thuc. легковооруженное войско; ὅ. πολλὸς [[Ἓλλην]] Her. большое греческое население; [[ναύφρακτος]] ὅ. Aesch. разбитый флот;<br /><b class="num">2)</b> шум, смятение: τινὰ ἐξάγειν ὁμίλου Hom. вывести кого-л. из боевой свалки; βοῇ καὶ ὁμἰλῳ Her. с криком и шумом; μὴ βίῃ καὶ ὁμίλῳ Her. без насилия и шума.
}}
}}