Anonymous

χρυσοφορέω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσοφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αυτός που [[φορά]] χρυσά στολίδια ή ενδύματα, σε Ηρόδ.· αυτός που έχει χρυσά λέπια, σε Λουκ.
|lsmtext='''χρῡσοφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αυτός που [[φορά]] χρυσά στολίδια ή ενδύματα, σε Ηρόδ.· αυτός που έχει χρυσά λέπια, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσοφορέω:''' <b class="num">1)</b> носить золотые украшения, блистать золотом (αἱ γυναῖκες χρυσοφορέουσιν Her., Arst.): [[ἰχθὺς]] χρυσοφορέων Luc. рыба с золотой чешуей;<br /><b class="num">2)</b> приносить золотые дары (τῇ [[Ἀφροδίτη]] Diod.).
}}
}}