3,277,060
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρῡσοφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αυτός που [[φορά]] χρυσά στολίδια ή ενδύματα, σε Ηρόδ.· αυτός που έχει χρυσά λέπια, σε Λουκ. | |lsmtext='''χρῡσοφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αυτός που [[φορά]] χρυσά στολίδια ή ενδύματα, σε Ηρόδ.· αυτός που έχει χρυσά λέπια, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρῡσοφορέω:''' <b class="num">1)</b> носить золотые украшения, блистать золотом (αἱ γυναῖκες χρυσοφορέουσιν Her., Arst.): [[ἰχθὺς]] χρυσοφορέων Luc. рыба с золотой чешуей;<br /><b class="num">2)</b> приносить золотые дары (τῇ [[Ἀφροδίτη]] Diod.). | |||
}} | }} |