Anonymous

νοθεύω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νοθεύω:''' [[παραποιώ]], [[νοθεύω]]· Παθ., απαρ. αορ. αʹ <i>νοθευθῆναι</i>, σε Λουκ.
|lsmtext='''νοθεύω:''' [[παραποιώ]], [[νοθεύω]]· Παθ., απαρ. αορ. αʹ <i>νοθευθῆναι</i>, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''νοθεύω:''' делать ненастоящим, фальсифицировать, портить (νενοθευμένος διά τι Plut.).
}}
}}