Anonymous

ἀγάπημα: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγάπημα:''' -ατος, τό ([[ἀγαπάω]]), [[κάτι]] που συνιστά [[απόλαυση]], [[τέρψη]], λέγεται για αγαπημένο, προσφιλές [[έδεσμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀγάπημα:''' -ατος, τό ([[ἀγαπάω]]), [[κάτι]] που συνιστά [[απόλαυση]], [[τέρψη]], λέγεται για αγαπημένο, προσφιλές [[έδεσμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγάπημα:''' ατος (ᾰγᾰ) τό предмет любви ([[ἀνδρῶν]] ἀγαθῶν ἀ. Anth.).
}}
}}