κρίκος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρίκος:''' [ῐ], ὁ, ομηρ. [[τύπος]] του [[κίρκος]],<br /><b class="num">1.</b> [[δαχτυλίδι]] στον ιμάντα του στήθους των αλόγων, για να δένεται στον πάσσαλο ([[ἕστωρ]]) στο [[τέλος]] του ρυμού του αμαξιού, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> μικρές τρύπες στα πανιά, μέσω των οποίων διέρχονται και σύρονται τα [[σχοινιά]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κρίκος:''' [ῐ], ὁ, ομηρ. [[τύπος]] του [[κίρκος]],<br /><b class="num">1.</b> [[δαχτυλίδι]] στον ιμάντα του στήθους των αλόγων, για να δένεται στον πάσσαλο ([[ἕστωρ]]) στο [[τέλος]] του ρυμού του αμαξιού, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> μικρές τρύπες στα πανιά, μέσω των οποίων διέρχονται και σύρονται τα [[σχοινιά]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κρίκος:''' (ῐ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> кольцо: ἐπὶ κρίκον ἕστορι βάλλον Hom. (запрягая коней), они надели кольцо на (яремный) стержень; οἱ τῶν ἱστίων κρίκοι Her. парусные кольца (для укрепления парусов и снастей);<br /><b class="num">2)</b> кольцо, перстень Arst., Sext.;<br /><b class="num">3)</b> браслет Plut.
}}
}}